Σάββατο 27 Μαΐου 2023

Οργίλη μονόπλευρη ανατροπή

 



Του Ηλία Φιλιππίδη

1.    Γιατί καταποντίσθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ;

Μετά την «Κωλοτούμπα» του 2015, όταν το ΟΧΙ του Δημοψηφίσματος μετατράπηκε σε ΝΑΙ, ο ταλαίπωρος λαός μας περιέπεσε σε κατάσταση πολιτικού κώματος. Έχασε την ελπίδα του, ότι μπορεί να αλλάξει κάτι σε αυτόν τον τόπο. Με τον καιρό η μετέωρη ελπίδα αλλοιώνεται σε κούραση, ο λαός μας φαινόταν, ότι κουράσθηκε να ελπίζει, δεν έβλεπε πλέον φως. 

Ακολούθησε η παράλυση της κοινωνίας μας με τον κορονοϊό από ένα μίγμα φόβου, κρυφής σκοπιμότητας, διαφθοράς και πολιτικής ανικανότητας.

Στην τρίτη φάση επεκράτησε το αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας, ότι βγήκαμε από τα Μνημόνια και το μόνο που απομένει, είναι η άνοδος στην «επενδυτική βαθμίδα» και οι ξένες επενδύσεις με μία αξιόπιστη στο διεθνές περιβάλλον κυβέρνηση. Βασικά ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούσε με την Νέα Δημοκρατία, ότι βγήκαμε από τα Μνημόνια αλλά προσέθετε, ότι η επιτυχία αυτή οφείλεται στον ίδιο και όχι μόνο αυτό αλλά και ότι άφησε «μαξιλάρι» στην ΝΔ 30 δις, αποσιωπώντας ότι αυτή ήταν η τελευταία υποχρέωση του τρίτου Μνημονίου που υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με την υποχρέωση τηρήσεως πρωτογενών πλεονασμάτων (από την φορολογία) μέχρι το 2060 και με υποθηκευμένη την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου μέχρι το 2115! Κατά τα άλλα βγήκαμε!

Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε τον προεκλογικό του αγώνα συμφωνώντας βασικά με την ΝΔ. αλλά άφηνε αναπάντητο το ερώτημα, πώς θα προσέλκυε περισσότερες επενδύσεις από την ΝΔ.

Η πρώτη αιτία της πανωλεθρίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά την γνώμη μας η απώλεια αξιοπιστίας του ίδιου του προσώπου του Αλέξη Τσίπρα, σε συνδυασμό με το γεγονός, ότι ο Αλέξης πήρε απάνω του όλο το βάρος του προεκλογικού αγώνα και του έδωσε προσωπικό χαρακτήρα. Ανεξάρτητα από τα λάθη της ΝΔ, ανεξάρτητα από τα λάθη που είχε κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας ήθελε να αναμετρηθεί προσωπικά με τον Μητσοτάκη και μετέτρεψε τις εκλογές σε μονομαχία, όπως στην αρχαϊκή αρχαιότητα πολλές φορές η μάχη μεταξύ δύο στρατών μετατρεπόταν σε μονομαχία μεταξύ των δύο αρχηγών. Ο Τσίπρας ζητούσε τηλεμαχία μόνο μεταξύ των δύο αρχηγών, συνεχώς προκαλούσε τον Μητσοτάκη. Επανειλημμένα έλεγε: ο λαός θα αποφασίσει, αν θέλει Μητσοτάκη ή …..! Μέχρι και αρνητική μαυρόασπρη  διαφήμιση έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ προσωπικά για τον Μητσοτάκη. Κατηγορούσε τον Μητσοτάκη για αλαζονεία αλλά ο ίδιος αποδείκνυε, ότι είναι εξίσου αλαζόνας. Εδώ ερχόμαστε στο θέμα του χαρακτήρα. Η προσωπική μας άποψη είναι, ότι ο Μητσοτάκης ως χαρακτήρας δεν έχει αυτοπεποίθηση. Αυτό φαίνεται από την αστάθεια και την επιτάχυνση της φωνής του, όταν θέλει να ανεβάσει τον τόνο. Προσπαθεί να αντλήσει αυτοπεποίθηση από την οικογενειακή παράδοση και την δύναμη της παρατάξεως του.

Ο Τσίπρας είναι το εντελώς αντίθετο. Έχει απόλυτη πεποίθηση για τον εαυτό του μέχρι ναρκισσισμού. Θυμάμαι, ότι μετά την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργού το 2015,  σκέφθηκε ως «πρώτη φορά αριστερά» να επισκεφθεί το Σκοπευτήριο της Καισαριανής και να αποτίσει τιμή στους εκτελεσμένους της Κατοχής. Μέχρις εδώ συγχαρητήρια! Η εικόνα όμως ενός «αριστερού» Τσίπρα να κορδώνεται μπροστά στο μνημείο, αντί να γονατίσει, με έπεισε για τον αλαζονικό του χαρακτήρα. Η γλώσσα του σώματός του έλεγε: «Νεκροί και ζωντανοί δοξάστε με!».

Ο Τσίπρας ήθελε οι πόρτες, από επιτυχία σε επιτυχία, να ανοίγουν από μόνες τους, μόλις εμφανίζεται, χωρίς ο ίδιος να χρειάζεται να πιάνει το πόμολο. Δεν τον ενδιέφεραν ποτέ οι προϋποθέσεις. Άρχισε να μαθαίνει αγγλικά, αφού είχε αναδειχθεί σε πρωθυπουργό της χώρας! Μπορούμε να ξεχάσουμε τα δύο νησιά «Λέσβο και Μυτιλήνη» ή ότι η μεταβολή στάσεως αντιστοιχεί σε «στροφή 360ο»; «Μήπως η θάλασσα έχει σύνορα και δεν το ξέρω;» Προφανώς σύνορα είναι μόνο τα συρματοπλέγματα. Αυτά ελέχθησαν από διπλωματούχο του Μετσόβειου Πολυτεχνείου!

Μπορεί ο Κυριάκος να έφθασε να γίνει πρωθυπουργός χάρις στον μπαμπά του, χωρίς να κοπιάσει, όμως γνώριζε τις προϋποθέσεις και επένδυε σ’ αυτές. Ο Τσίπρας ούτε κοπίασε ούτε επένδυσε στις προϋποθέσεις. Του λείπουν ακόμη και προσλαμβάνουσες βασικές παραστάσεις.

Η εγγενής αλαζονεία του Τσίπρα τον κάνει να μην θέτει όρους στον εαυτό του. Προτιμά την αρχή: «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Γιαυτό γράφθηκε στην σχολή δημαγωγίας του Ανδρέα Παπανδρέου. Οι βασικές αρχές αυτής της σχολής είναι δύο:

Α. η αναφορά σε γενικές έννοιες και ταυτότητες χωρίς καμμία πρακτική δέσμευση, όπως αλλαγή, δημοκρατία, πρόοδος και

Β. η στόχευση σε ομάδες πληθυσμού που αισθάνονται αδικημένες και καταπιεσμένες, για να κάνουν την διαφορά. Ο Ανδρέας είχε περισσότερες επιλογές, όπως μη προνομιούχοι, αντίσταση, περήφανα γερατιά, γυναίκες, νέοι. Ο Τσίπρας αναφερόταν γενικά στον λαό, θυμήθηκε ακόμη και την μεσαία τάξη αλλά στόχευσε ιδιαίτερα στους νέους και θέλησε να τους προσφέρει το μεγαλύτερο δώρο: εισαγωγή στα πανεπιστήμια χωρίς βαθμολογία! Πρόκειται για μία κραυγαλέα περίπτωση ψυχολογικής γενικεύσεως του δικού του διαχρονικού προβλήματος:

- στις εκλογές του 2015 ως «αριστερός» αισθανόταν, ότι πήρε εκδίκηση από την Δεξιά για όλες τις αδικίες που υπέστησαν οι αριστεροί από την εμφάνιση του εργατικού κινήματος στην πατρίδα μας μέχρι σήμερα. Δεν χρειαζόταν να κάνει κάτι παραπάνω ή διαφορετικό. Ήταν αρκετό, ότι αυτός ήταν στην εξουσία και ας έκανε, ότι θα έκανε και η Δεξιά.

- στις εκλογές του 2023 ο Τσίπρας ήθελε να συντρίψει όχι μόνο τον Μητσοτάκη αλλά και τον διαχρονικό δυνάστη των νέων όλων των γενεών: ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ! Μόνο με τέτοιες αποφάσεις γράφεις ιστορία! Ηροστράτεια λογική!

Ο Τσίπρας θέλησε να μιμηθεί τον Ανδρέα  ακόμη και στην φωνή. Πρέπει να έκανε πολλές πρόβες ακούγοντας κασέτες του Ανδρέα. Ο Τσίπρας θέλοντας να γίνει η μετενσάρκωση του Ανδρέα, μετακόμισε ψυχή τε και σώματι σε εκείνη την εποχή. Ο Τσίπρας ζούσε στον κόσμο του. Όσο πλησίαζαν οι εκλογές και οι δημοσκοπήσεις τον άγχωναν, το πρόβλημά του φαινόταν όλο και πιο έντονα. Πίστευε, ότι θα υποχρέωνε και τον Μητσοτάκη να δώσει την μάχη στο γήπεδο της δεκαετίας του 80, τότε που η Δεξιά δεν μπορούσε να σηκώσει κεφάλι. Όμως το θέατρο αυτό, όχι μόνο δεν έπιασε αλλά τελικά γύρισε μπούμερανγκ.  Εάν η Αριστερά θέλει να έχει ένα ηθικό πλεονέκτημα  θα πρέπει τουλάχιστον να σέβεται τον λαό, προτού κάνει οτιδήποτε για τον λαό, τουλάχιστον να μην υποτιμά την νοημοσύνη του.

2.     Και όμως κινείται!

Πριν από τις εκλογές, εάν αναζητούσαμε κοινωνιολογικά κάποια συλλογικά ανακλαστικά της κοινωνίας μας, τα οποία θα υποδήλωναν την διαμόρφωση μίας νέας τάσεως, αυτή θα ήταν μόνο η συχνότητα των κρουσμάτων βίας των νέων μας. Οι νέοι έχουν περίσσευμα ενεργητικότητας, την οποία πρέπει να εκτονώνουν με τον αθλητισμό και να την επενδύουν σε διάφορες δημιουργικές δραστηριότητες. Δυστυχώς οι νέοι μας δεν έχουν ενδιαφέροντα στον βαθμό που θα απαιτούσε και θα προσέφερε μία σύγχρονη κοινωνία.

Οι αιτίες του φαινομένου κατά την γνώμη μας είναι τρεις:

Α. Η ραγδαία υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στην πατρίδα μας τα τελευταία 12 χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσεως.

Β. Η διάλυση της κοινωνικής ζωής αλλά και της σχολικής ζωής στα τρία χρόνια των απαγορεύσεων λόγω της πανδημίας. Ο συνδυασμός των δύο αυτών αιτίων μετέτρεψε πολλές οικογένειες από φωλιές αγάπης σε εστίες εντάσεων και συγκρούσεων.

Γ. Στο τέλος του 20ου αιώνα επεκράτησε στην Ελλάδα ένα ιδεολογικό μίγμα ατομικισμού, χρηματιστηριακού πυρετού, εκσυγχρονισμού και προσδοκίας του ευρώ και της καλύψεως όλων των οικονομικών μας αναγκών από τα κοινοτικά ταμεία. Διαμορφώθηκε μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο παρελθόν, από όπου προέρχονται οι αξίες και οι παραδόσεις του πολιτισμού μας και στο μέλλον, για το οποίο εγγυώντο οι τράπεζες και οι επενδυτικές ευκαιρίες, μικρές και μεγάλες. Η γενική εντύπωση ήταν ότι ο καθένας μπορεί να γίνει πλούσιος. Όταν ξέσπασε η κρίση του 2010 και τα όνειρα κατέρρευσαν, δεν υπήρχε πλέον κανένα δίκτυ να μας συγκρατήσει και βρεθήκαμε σε ένα αξιακό και ψυχολογικό κενό. Αυτό το κενό ήταν η πρώτη εμπειρία που εισέπνευσαν τα παιδιά μας.

Ο Τσίπρας νόμιζε, ότι θα μπορούσε να προσελκύσει αυτή την νεολαία με συνθήματα της δεκαετίας του 80. Όμως οι περισσότεροι νέοι μας μέχρι την ηλικία των 30 δεν έχουν θετικές προσλαμβάνουσες ιδεολογικές παραστάσεις. Απεναντίας έχουν βιώσει την γενική απαξίωση των γονέων τους για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της χώρας μας. Ούτε ο Μιθριδάτης μπόρεσε να δημιουργήσει μία νέα γέφυρα. Δεν εξελέγη ούτε ο ίδιος.

Η κυρίαρχη ψυχική προδιάθεση  στην συνείδηση των νέων μας είναι η οργή εναντίον του πολιτικού συστήματος από το 2010 μέχρι τα Τέμπη.

Τί συμβαίνει συνολικά με τον λαό μας; Η κυρίαρχη εντύπωση ήταν, ότι η ένταση του προεκλογικού αγώνα θα επιβεβαίωνε την παγίωση ενός νέου δικομματικού συστήματος διακυβερνήσεως και ότι αυτή η κατάσταση θα σερνόταν στο προβλεπτό μέλλον. Παράλληλα όμως το σύστημα της απλής αναλογικής ενεργοποίησε κάποια κύτταρα του κοινωνικού μας σώματος, τα οποία πίστεψαν, ότι τους δίνεται η ευκαιρία να μετουσιώσουν την οργή τους σε πολιτικές προτάσεις και να ρίξουν ρίζες στο φυτώριο του δημόσιου χώρου και στην συνείδηση του λαού μας.

Από κοινωνιολογικής απόψεως μπορούμε να πούμε, ότι δύο αυτές αιτίες διαπέρασαν σαν ηλεκτρικό ρεύμα το αδρανές σώμα του λαού μας: πρώτα η τραγωδία των Τεμπών και μετά η ευκαιρία της απλής αναλογικής. Τα δύο αυτά γεγονότα λειτούργησαν σαν ένα τεράστιο ωστικό κύμα που ταρακούνησε τον συλλογικό ψυχισμό μας. Ίσως το καθένα μόνο του να μην μπορούσε να το πετύχει.

Είχε ωριμάσει πλέον αρκετά η αίσθηση της ανάγκης για «αλλαγή». Η μόνη επιτυχία του Τσίπρα ήταν, ότι οι κομματικές κεραίες της Κουμουνδούρου συνέλαβαν αυτό το μήνυμα, μόνο που δεν τους βγήκε σε καλό, διότι το αίτημα της αλλαγής τέθηκε ως ένα επιθετικά αντιθετικό μέχρι και σχιζοφρενικό δίλημμα. Θα επικρατούσε ή το ένα σκέλος του διλήμματος ή το άλλο. Το ένα (ΝΔ) έλεγε: ναι στην αλλαγή αλλά ως επιτάχυνση προς τα εμπρός, για να σωθούμε όλοι από το κοινό κακό κρατικό παρελθόν μας και το άλλο (ΣΥΡΙΖΑ) έλεγε: η αλλαγή θα έλθει μόνο με την ανατροπή. Το πρόβλημα δεν είναι κοινό, το πρόβλημα είναι η διακυβέρνηση της ΝΔ. Αυτήν πρέπει να αφήσουμε στο παρελθόν. Ο Ανδρέας έλεγε, να μπει η δεξιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Ακόμη και μετά την συντριπτική του ήττα ο Τσίπρας επαναλαμβάνει τα ίδια συνθήματα σαν παλαιός δίσκος γραμμοφώνου. Αυτό αποδεικνύει ότι είναι ένας κενός άνθρωπος χωρίς όραμα. Το περιεχόμενό του είναι μόνο ο εγωκεντρισμός του, ο ετεροπροσδιορισμός και η προσωπική αντιπαράθεση.

Τελικά ο λαός μας έκανε κάτι το απίστευτο, επέλεξε και τις δύο εκδοχές της αλλαγής: και την επιτάχυνση και την ανατροπή! Μόνο που η ανατροπή λειτούργησε ως ανελκυστήρας για τον Μητσοτάκη και ως καταβατήρας για  τον Τσίπρα.

Γιατί αυτή η μεγάλη διαφορά; Το μέγεθος της διαφοράς οφείλεται στην σωρευμένη ενέργεια πολιτικής απαξιώσεως. Γιατί όμως αυτή η απαξίωση εκδηλώθηκε μονόπλευρα; Το θέμα δεν είναι τόσο, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεισε αλλά ότι ο λαός μας θέλησε να τον τιμωρήσει παραδειγματικά.

Τα συμπεράσματα είναι δύο:

Α. ότι ο λαός δεν θέλησε να τιμωρήσει την ένοχη Δεξιά αλλά την κίβδηλη και μεταμφιεσμένη Αριστερά και  

Β. ότι ο λαός μας κάνει μία συγκεκριμένη πρόταση: η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού της πατρίδας μας θα πρέπει να αρχίσει από την Αριστερά. Γιαυτό πρέπει πρώτα να αδειάσει αυτός ο χώρος από τα αποτυχημένα πειράματα και τις παραχαράξεις.

Στο θέμα αυτό ο λαός μας αντέδρασε με εντυπωσιακή σοφία, Ξέρει ότι η ανατροπή δεν μπορεί να γίνει συνολικά για το πολιτικό σύστημα ούτε μπορεί να ξεκινήσει από την Δεξιά. Υποκλίνομαι, ουδείς διανοούμενος ή πολιτικός αναλυτής θα μπορούσε να σκεφθεί κάτι τέτοιο.

Ο λαός μας μίλησε, η ευθύνη ανήκει στις πολιτικές δυνάμεις και τις προσωπικότητες κυρίως του αριστερού και του κεντρώου χώρου. Οι γενιές μας έχουν τεράστια ευθύνη απέναντι στην ιστορία, έχουν την ευθύνη να κτίσουν το νέο πολιτικό σύστημα της χώρας για τα επόμενα 20 χρόνια, που θα είναι τα πλέον κρίσιμα στην ιστορία του Ελληνισμού, διότι θα κρίνουν την ίδια την ύπαρξή του.

Ο Ηλίας Φιλιππίδης είναι συγγραφέας, έχει διατελέσει πανεπιστημιακός κοινωνιολογίας και νομικός.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Διαβάστε Περισσότερα »

Σάββατο 20 Μαΐου 2023

ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΧΗ!

 

                           


Η πρόταση των αντισυστημικών για αποχή δεν είναι λύση

Του καθηγητή Ηλία Φιλιππίδη

1.  Σκέψεις και διαπιστώσεις.

Όσοι θέλετε να ρίξετε αυτό το σάπιο και εξαρτημένο πολιτικό σύστημα, ψηφίστε μικρά πατριωτικά και  δημοκρατικά κόμματα.

Η πολιτική στην Ελλάδα ασκείται κατά δύο τρόπους: ως τρόπος διαχειρίσεως και ως τρόπος δικαιώσεως ενός οράματος.  Ο κάθε τρόπος έχει τις δικές του αρχές, με τις οποίες λειτουργεί.

Η πολιτική πράξη μας επιτρέπει να διακρίνουμε κοινωνιολογικώς τις αρχές των δύο αυτών τρόπων.

Οι αρχές της πολιτικής διαχειρίσεως είναι:

Α. Η εξουσία είναι αυτοσκοπός και προνόμιο του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος, το οποίο την μεταχειρίζεται ως λεία πολέμου και όχι ως μέσο υπηρεσίας του λαού.

Β. Η διαχείριση των πολιτικών θεμάτων γίνεται στην βάση τεσσάρων κριτηρίων:

α. του πολιτικού κόστους. Κατά κανόνα πρέπει να είναι ανύπαρκτο.

β. των συμφερόντων του Ξένου παράγοντα, κρατικού ή ιδιωτικού.

γ. των δημοσκοπήσεων και, ας μη το ξεχνάμε,

δ. του ύψους της προμήθειας (μίζας) για τις παραγγελίες υλικού από το κράτος ή κρατικούς οργανισμούς και επιχειρήσεις, ακόμη και μετά την ιδιωτικοποίησή τους. Για μία τουλάχιστον δεκαετία το αποκλειστικό, επαναλαμβάνω, το αποκλειστικό κριτήριο, για παραγγελίες εξοπλιστικού υλικού, δηλ. του πλέον ευαίσθητου υλικού για την άμυνά μας, ήταν η μίζα. Η ζημιά ήταν διπλή:  η αποδυνάμωση του αμυντικού τείχους της πατρίδας μας και η αύξηση του δημόσιου χρέους. Η «παράδοση» αυτή έχασε την μαζικότητα της μετά τις περικοπές λόγω Μνημονίων αλλά συνεχίσθηκε ασύστολη, όπου υπήρχε συνέργεια με ευρωπαϊκά τουλάχιστον συμφέροντα, όχι μόνο γερμανικά αλλά και ιταλικά. Π.χ. με την ιταλοποίηση του ΟΣΕ. Η συνεργασία δύο πυλώνων της διαφθοράς στον τομέα του σιδηροδρομικού δικτύου ήταν η βασική αιτία που προκάλεσε την τραγωδία των Τεμπών.  

Γ. Το πολιτικό προσωπικό έχει εθισθεί στην ανευθυνότητα λόγω ασυλίας και ατιμωρησίας, αλλά κυρίως διότι δεν αισθάνεται υπόλογο απέναντι στον λαό. Ο λαός λογίζεται μόνο ως σύνολο ψηφοφόρων και κομματικών αγελών και

Δ. Ένα σύνηθες αλλά και σωστό συμπέρασμα κατά την αναζήτηση των αιτίων της πολιτικής μας κακοδαιμονίας είναι, ότι «στερούμαστε παιδείας». Όμως όσοι επικαλούνται αυτό το επιχείρημα, δεν αντιλαμβάνονται, ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα αποτελεί απόλυτο εξάρτημα της πολιτικής εξουσίας. Λέτε το πολιτικό μας σύστημα να θέλει να ξυπνήσει ο λαός;

Το σύστημα της πολιτικής διαχειρίσεως υποβαστάζεται από μία αντίστοιχη πολιτική νοοτροπία του υποτελούς λαού.

Οι αρχές της πολιτικής υποτέλειας του λαού μας είναι:

Α. Η εκχώρηση του απολύτου δικαιώματος λήψεως των πολιτικών αποφάσεων στην πολιτική εξουσία. Στην χώρα μας υπάρχει μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον λαό και την εξουσία. Ο λαός μας διακατέχεται από ευθυνοφοβία, δεν πιέζει για συμμετοχή στην λήψη των αποφάσεων.  

Β. Η σχέση του λαού με την εξουσία είναι ατομική, όχι συλλογική. Ο ατομικισμός δυστυχώς αποτελεί την ισχυρότερη συνιστώσα στην συνείδηση του σημερινού Έλληνα έναντι της συλλογικότητας. Έτσι ο Έλληνας αρκείται στο να απαιτεί από τους ανθρώπους της εξουσίας ρουσφέτια και διορισμούς.

Γ. Ο κομματισμός επίσης έχει περάσει βαθειά στην συνείδηση του Έλληνα, διότι συνδυάζει τις δύο διαχρονικές δραστικές ουσίες του ψυχισμού του. Ο μεν ατομικισμός εξυπηρετείται από την δύναμη εξουσίας, που αντιπροσωπεύει το κάθε κόμμα καθώς και από τον κομματικό ανταγωνισμό, ενώ η συλλογικότητα εξυπηρετείται από τον φανατισμό της κομματικής συσπειρώσεως και

Δ. Από κοινωνιολογικής απόψεως θεωρούμε ως βασική αιτία της σημερινής κρίσεως παρακμής που διέρχεται η χώρα μας, το άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ λαού και εξουσίας, που κυριάρχησε στην Μεταπολίτευση. Οι βασικές αρχές του είναι: ο ατομικισμός, ο δικαιωματισμός, ο καταναλωτισμός  και η μετριοκρατία. Το αποτέλεσμα είναι, ότι ούτε το πολιτικό μας προσωπικό αλλά ούτε και ο λαός θέλουν να γίνουν ριζικές αλλαγές στον τρόπο που λειτουργεί το ελλαδικό κράτος, διότι τόσο το πολιτικό μας προσωπικό όσο και ο λαός θέλουν να το ελέγχουν και να εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες του.

Το αποτέλεσμα είναι, ότι:

α. το ποσοστό της διαφθοράς στην χώρα μας είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη και

β. το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης είναι τόσο αργό και ελαστικό, που ουσιαστικά δεν λειτουργεί αποτρεπτικά για την διαφθορά, ούτε καν για την εγκληματικότητα.

Η μετριοκρατία κυριαρχεί στην χώρα μας σε τέτοιο βαθμό, που το ένα από τα δύο πιο ισχυρά κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ, να χαρακτηρίζει την αξιοκρατία ως «ρετσινιά» και ο αρχηγός του, να υπόσχεται στον προεκλογικό αγώνα (Μάιος 2023), ότι θα καταργήσει την βαθμολογική βάση εισαγωγής στα Πανεπιστήμια!

Έτσι και όσοι Έλληνες δεν έχουν διαβρωθεί από τον κομματισμό, ψηφίζουν με βάση την αρχή «Το μη χείρον βέλτιστον».

2.  Τελικά συμπεράσματα

Δυστυχώς πάσχουν από αγαθή άγνοια, όσοι πιστεύουν, ότι η αποχή άνω του 50% θα απονομιμοποιήσει το πολιτικό σύστημα. Για το διεθνές σύστημα εξουσίας ο κοινοβουλευτισμός είναι η ανώτερη αλλά και η τέλεια, η τελική μορφή της δημοκρατίας και όσοι τον αμφισβητούν είναι λαϊκιστές και υπονομευτές της «δημοκρατίας» στα όρια της τρομοκρατίας! Θα επιστρατευθούν συνταγματολόγοι και τα ΜΜΕ και θα εξαπολύουν μύδρους κατά των αποχιστών, ενώ ο/η πρόεδρος της δημοκρατίας θα ρίξει την Ψήφο όχι μόνο της Αθηνάς αλλά όλων των θεών του Ολύμπου υπέρ των «ηρώων» βουλευτών, οι οποίοι «διέσωσαν» το κύρος της δημοκρατίας αλλά και το διεθνές γόητρο της Ελλάδας.

Εξάλλου τί συζητάμε, είμαστε ανεξάρτητη χώρα για να έχουμε τέτοια διλήμματα; Θα μας πουν, ότι η διεθνής αξιοπιστία της χώρας και η πιστοληπτική της ικανότητα εξαρτώνται από την «πολιτική σταθερότητα».

Όμως κατά την άποψή μας το μεγαλύτερο μειονέκτημα της αποχής είναι το ΜΕΤΑ. Ακόμη και αν πετύχει η αποχή και καταρρεύσει το σημερινό σάπιο πολιτικό σύστημα, ποιες θα είναι οι πολιτικές  δυνάμεις που θα είναι σε θέση να αντικαταστήσουν το καταρρεύσαν πολιτικό σύστημα; Μπορείτε να φαντασθείτε πώς θα είναι το  νικητήριο στρατόπεδο των αποχιστών, οι οποίοι θα μετατρέψουν τον πολιτικό χώρο σε αρένα ανταγωνισμών για την δημιουργία κομμάτων διεκδικήσεως της κενής εξουσίας, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, με ύβρεις και κατηγορίες ο ένας εναντίον του άλλου, με αποτέλεσμα να απογοητεύσουν τον λαό, δίνοντας την ευκαιρία στους φθαρμένους και διεφθαρμένους πολιτικούς του παρελθόντος να ανακάμψουν; Ποιος θα τολμήσει να τους αμφισβητήσει πάλι;

Το τελικό λοιπόν συμπέρασμα είναι, ότι το νέο πολιτικό σκηνικό πρέπει να είναι έτοιμο, προτού δοθεί η τελική μάχη της αποχής, που μπορεί τελικά να μην χρειάζεται να γίνει, εάν δημιουργηθούν νέα πολιτικά σχήματα με αξιόπιστα πρόσωπα, που θα έχουν αποκτήσει την εμπιστοσύνη του λαού.

Αυτή η μεταβατική περίοδος, όπου η διάθεση του λαού για αλλαγή έχει αυξηθεί, είναι η χρυσή ευκαιρία, για να διαμορφωθεί ένα φυτώριο νέων πολιτικών δυνάμεων. Η κατακόρυφη άνοδος του κόμματος «Νίκη» άνοιξε τον δρόμο. Αυτή η μεταβατική περίοδος, όπου η διάθεση του λαού για αλλαγή έχει αυξηθεί, είναι η χρυσή ευκαιρία, για να διαμορφωθεί ένα φυτώριο νέων πολιτικών δυνάμεων. Η κατακόρυφη άνοδος του κόμματος «Νίκη» άνοιξε τον δρόμο.  Δεν κάνουμε σύσταση, τον ελπιδοφόρο χαρακτήρα του φαινομένου επισημαίνουμε. Ψηφίστε όποιο κόμμα προτιμάτε, αρκεί να είναι πατριωτικό και δημοκρατικό και κάτω του 10%.

 Ο Ηλίας Φιλιππίδης είναι συγγραφέας, πανεπιστημιακός κοινωνιολογίας και νομικός.

 

 

 

Διαβάστε Περισσότερα »

Τρίτη 16 Μαΐου 2023

ΕΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ;

 



ΕΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ; Είναι το θέμα της ομιλίας του Ηλία Φιλιππίδη, συγγραφέα, πανεπιστημιακού καθηγητή κοινωνιολογίας και νομικού,και που θα γίνει την ερχόμενη Τρίτη, 23 Μαϊου 23, στον Σύλλογο Παλαίχθων, οδός Παλλάδος 24-26, 2ος όροφος  (από Σταθμό Μετρό Μοναστηράκι) και ώρα 19:30. Παρόλο που το θέμα είχε ορισθεί πριν από την κήρυξη των εκλογών με βάση την γενική κατάσταση του Ελληνισμού, θα έχουμε την ευκαιρία να αξιολογήσουμε και το εκλογικό αποτέλεσμα. Θα χαρώ να σας δω και να συζητήσουμε.

Με φιλικούς χαιρετισμούς

Ηλίας Φιλιππίδης

Διαβάστε Περισσότερα »

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Η τριλογία της σταγόνας και η στρατηγική της προοπτικής.

 



Το τέλος της ιστορίας και οι Εσχατόπλαστοι.

του Ηλία Φιλιππίδη

1.          Η ταυτοποίηση της εποχής μας.

Η εποχή-μας μας ενδιαφέρει διπλά: τόσο ως παγκόσμια όσο και ως ελλαδική κατάσταση. Η ταυτοποίησή της είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Το μόνο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά μίας εσχατολογίας αρνητικού τύπου, που είναι:

α. μεταβατικότητα χωρίς τα γνώριμα μιας άλλης εποχής. Αν μπορούμε να την συγκρίνουμε με μία παλαιότερη εποχή, αυτή είναι μόνο η φεουδαρχία.  β. καθοδική κατεύθυνση που ενισχύει τα αρνητικά συναισθήματα της ανησυχίας και της μοιρολατρίας, ενώ απομακρύνει  την λογική από την διάθεση για ελπίδα.

γ. αβεβαιότητα και αδιαφάνεια για τα χαρακτηριστικά της νέας εποχής. Θα έχει κάποια θετικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούμε να προϋπαντήσουμε μετά κλάδων και βαϊων και να τα ενισχύσουμε ή θα πρόκειται για ένα νέο μεσαίωνα;

Η κοινωνιολογική μας άποψη είναι, ότι θα πρέπει να επαναφέρουμε το ζήτημα περί του Τέλους της ιστορίας, που έθεσε (1992) ο Αμερικανός πολιτειολόγος  Φράνσις Φουκουγιάμα με το περιβόητο ομώνυμο βιβλίο του. Τόσο από το βιβλίο του όσο και από τα επόμενα άρθρα του και συνεντεύξεις προκύπτει, ότι δεν εννοεί την στασιμοποίηση του ιστορικού γίγνεσθαι αλλά το τέλος των ουτοπιών και των μεγάλων αφηγήσεων της εποχής των Ρουσό, Χέγκελ, Μαρξ και Λένιν και την ντε φάκτο αποδοχή από την συντριπτική πλειοψηφία των αναπτυσσομένων χωρών, μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, των δύο βασικών συστημάτων κοινωνικοπολιτικής λειτουργίας των Δυτικών κοινωνιών, που είναι ο κοινοβουλευτισμός και η ελεύθερη αγορά.

Στην πραγματικότητα η θεωρία του Φουκουγιάμα αποτελούσε μία νέα ουτοπία, το συμπέρασμα της οποίας ήταν, ότι ο νέος κόσμος που ευαγγελιζόταν, θα  ήταν ειρηνικός, αφού οι  οικονομικές συναλλαγές, συμμαχίες και ανταγωνισμοί στον χώρο της αγοράς θα απορροφούσαν κάθε άλλη συγκρουσιακή δυναμική.

Σήμερα όμως ζούμε  σε μία έντονα σχιζοφρενική εποχή, όπου το παρόν έχει χάσει την έννοιά του, καθώς συνθλίβεται από τις δύο άλλες υποστάσεις του χρόνου, οι οποίες έχουν πάρει ανεξέλεγκτο και επιθετικό χαρακτήρα. Το παρελθόν επιστρέφει ως εκδικητικός βρικόλακας με την αναβίωση του Ψυχρού πολέμου και την επιστροφή στο κλίμα του 19ου αιώνα, ενώ το μέλλον δημιουργεί μία ατμόσφαιρα μυστηριώδους και απόκοσμης αποκαλύψεως μετά την είσοδό μας στην Τέταρτη βιομηχανική εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης.

Ο νέος κόσμος που έρχεται, δίνει την εντύπωση ενός αντίστροφου Παραδείσου, ο οποίος δεν προορίζεται για όλους τους ανθρώπους αλλά μόνο για τους προνομιούχους. Από τους Πρωτόπλαστους στους Εσχατόπλαστους. Θα επιδιώξουν να δημιουργήσουν ακόμη και ανθρώπινες φυλές με κριτήριο την πρόσβαση στην νέα τεχνολογία.

Καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι ζούμε σε ένα κόσμο χωρίς παρόν, άρα ζούμε σε πραγματικό χρόνο το τέλος της ιστορίας, διότι η ιστορία γράφεται στο παρόν και μετά αποταμιεύεται στο παρελθόν. Οι συγγραφείς της ιστορίας είναι τρείς: ο πολιτισμός (που περιλαμβάνει και την παιδεία), η πολιτική και η τεχνολογία. Η πρόοδος μιάς κοινωνίας εξαρτάται από την αρμονική και παράλληλη ανάπτυξη και των τριών αυτών παραγόντων. Πολιτική σημαίνει, ότι ο λαός διαμορφώνει το μέλλον του. Άρα χωρίς πολιτική δεν υπάρχει ιστορία. Η απαξίωση της πολιτικής στην εποχή μας είναι μία πρώτη προϋπόθεση για ένα μέλλον χωρίς ιστορία. Η πολιτική έχει χάσει την πρωτοβουλία του ιστορικού γίγνεσθαι, η πρωτοβουλία έχει περάσει στην τεχνολογία και την άυλη οικονομία.

2.          Η αξία της σταγόνας και το ποτήρι που ξεχείλισε.

Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό των κοσμογονικών εξελίξεων της σύγχρονης μετα-ιστορίας και ενώ η ιπερταχεία του μέλλοντος έχει ξεκινήσει, η Ελλάδα πηγαίνει ακόμη με τον αραμπά, ο οποίος έχει φορτωθεί και με τρία Μνημόνια. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν το Τρίτο, της 12-7-2015, διότι υποθήκευσε την περιουσία του Δημοσίου για 99 χρόνια (2016-2115) και άνοιξε τον δρόμο για την εξαφάνιση της ιδιοκτησίας των Ελλήνων, τόσο της επιχειρηματικής όσο και της μικρομεσαίας με το ξεπούλημα των κόκκινων δανείων στα ξένα funds καθώς και με τους πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας.

Τι αξία μπορεί να έχει μία σταγόνα; Καμμία, εκτός και αν είναι η τελευταία που προκαλεί το ξεχείλισμα του ποτηριού. Η τραγωδία των Τεμπών στο σύνολο της ελληνικής ιστορίας μπορεί να είναι απλώς ένα δάκρυ, μία σταγόνα. Αλλά εάν εμείς της δώσουμε την αξία που μπορεί να έχει μία τελευταία σταγόνα, τότε αυτή θα αποκτήσει ιστορική δύναμη  και μπορεί να αποτελέσει την καμπή της πορείας του Ελληνισμού προς το μέλλον.  Από εμάς εξαρτάται να πούμε: «Ως εδώ!», «Δεν πάει άλλο!». Αξίζουμε ένα καλύτερο μέλλον. Δεν είναι η Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της αλλά εμείς που ανεχόμαστε να μας κυβερνούν εγκληματίες και αναίσθητοι. Εμείς, ο λαός, παραδώσαμε την πολιτική στις κομματικές εξουσίες, σαν να ήτανε λευκή επιταγή. Αν δεν πάρουμε την πολιτική στα χέρια μας, ούτε η Ελλάδα ούτε ο Ελληνισμός έχουν μέλλον.

Αυτά τα χρόνια ο Ελληνισμός δεν ζει την ιστορία ως πραγματικότητα. Αυτό το έχουμε χάσει, έχουμε χάσει τον ιστορικό μας βηματισμό. Ζούμε την ιστορία έμμεσα, επετειακά. Ο εορτασμός των 100 χρόνων του 1821 είχε αναβληθεί λόγω της Μικρασιατικής εκστρατείας και τελικά εορτάσθηκε το 1930 με βουρκωμένα μάτια λόγω της Καταστροφής του 1922. Το 2021 εορτάσαμε τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως αλλά πάλι όχι με χαρμόσυνη διάθεση, αφού η Ελλάδα ως αποικία χρέους, έχει χάσει μεγάλο μέρος της εθνικής της ανεξαρτησίας. Το επόμενο έτος 2022 συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή και την απώλεια των εστιών του Ανατολικού Ελληνισμού. Από τότε ο Ελληνισμός έχει χάσει τον ιστορικό του βηματισμό και κατεβήκαμε και άλλα ακόμα σκαλοπάτια στου Κακού την σκάλα.

Οι μεταμοντέρνοι αναθεωρητές της ιστορίας μας (Π.χ. Στάθης Καλύβας) προσπάθησαν να μας πείσουν να δούμε την ιστορία του ελλαδικού κράτους συνολικά ως ένα μεγάλο «Success story», και να μην είμαστε «μιζεραμπιλιστές», να μη γκρινιάζουμε, αφού σήμερα η Ελλάδα είναι ισότιμο μέλος με τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη στο πλαίσιο της Ε.Ε. Δεν  είναι πλέον το υπό προστασίαν κρατίδιο του 1830! Θέλουν να μας πείσουν, ότι σήμερα ζούμε στην καλύτερη περίοδο της ελλαδικής ιστορίας και ότι πρέπει να είμαστε υπερήφανοι, για το ποια είναι η Ελλάδα του σήμερα. Η Επανάσταση του 1821 ήταν απλώς η αφετηρία και δεν θα είχε καμμία σημασία αφ΄ εαυτής, εάν δεν φθάναμε στο σημερινό αποτέλεσμα. Γιαυτό άλλωστε είχαν φροντίσει οι οργανωτές του «ΕΛΛΑΔΑ 2021» να εορτάσουμε τα 200 χρόνια όχι της Επαναστάσεως αλλά «ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»! Δηλ. να δοξάσουμε τον εαυτό μας. Οι αγωνιστές του 21 δεν αποτελούν πρότυπο για μας. Αυτοί οι «απολίτιστοι» ευθύνονται, για ότι στραβό υπάρχει ακόμη στην κοινωνία μας, άρα να χαιρόμαστε που έχουμε απομακρυνθεί από εκείνη την εποχή, να χαιρόμαστε το σήμερα! Κανένας προβληματισμός για την διαφορά δυναμισμού που είχε τότε ο  Ελληνισμός, για την ακμή του, την πολιτιστική ακτινοβολία και την οικονομική κυριαρχία από την Αδριατική και την Νότια Ρωσία μέχρι τα βάθη της Μικρασίας, για την τεράστια διαφορά με την σημερινή Ελλάδα της παρακμής και του αβέβαιου μέλλοντος. Φυσικά καμμία κριτική για το διεφθαρμένο, εξηρτημένο και ανίκανο πολιτικό μας σύστημα. Αυτό είναι το «οχυρό» που θέλουν να προστατεύσουν οι μεταμοντέρνοι μισθοφόροι της παγκοσμιοποιήσεως και του ευρω-ατλαντισμού.

Και ήλθε το 2023 με την τραγωδία των Τεμπών, για να αποδείξει πόσο σάπιο και επικίνδυνο είναι αυτό το κομματοκρατούμενο τριτοκοσμικό μας κράτος, 200 χρόνια ΜΕΤΑ την Επανάσταση!

Αυτή είναι η τριλογία της σταγόνας που πρέπει επιτέλους να μας ξυπνήσει και να καταλάβουμε, ότι η Ελλάδα κατολισθαίνει προς έναν αναπόφευκτο αφανισμό, όχι μόνο ποιοτικά αλλά και ποσοτικά λόγω της δημογραφικής μας καταρρεύσεως. Να καταλάβουμε, ότι έχουμε κτίσει ένα κράτος όχι απλώς πάνω στην άμμο αλλά μέσα σε ένα τέλμα απαξιώσεως, που διαβρώνει κάθε δημιουργική και ανεξάρτητη προσπάθεια.

Το 2024 τί θα «εορτάσουμε»; Την έναρξη της «χρυσής εποχής» της Μεταπολιτεύσεως και του «ομαλού πολιτικού βίου» του πλιάτσικου, για να καλύψουμε την Τραγωδία της Κύπρου; Θα πούμε τελικά το «Δεν πάει άλλο!» όχι μόνο για τους νεκρούς των Τεμπών αλλά και για όλες τις συμφορές μας; 

3.          Υπάρχει ελπίδα;

Η λογική, όσες φορές και αν την ρωτήσουμε, θα μας πει όχι. Τι μπορούμε να κάνουμε χωρίς ελπίδα; Η λύση είναι να  δημιουργήσουμε πρώτα το αρχιτεκτονικό πρόπλασμα για μία άλλη πραγματικότητα μέσα στην ψυχή μας, αν θέλουμε μετά να κτίσουμε αυτή την άλλη πραγματικότητα μέσα στην κοινωνία μας. Η ζητούμενη εσωτερική πραγματικότητα που πρέπει να κτίσουμε, είναι πνευματική και μπορούμε να την εκφράσουμε με την εξής εξίσωση:

ΜΕΛΛΟΝ βέβαιο + άξιο του πολιτισμού και των αγώνων των προγόνων μας + ισοδύναμο με τις προσδοκίες και τις ικανότητές μας = ΠΑΡΟΝ με απόλυτη απελπισία εξ αιτίας αυτού του παρόντος και χωρίς καμμία ελπίδα για το μέλλον, πάλι εξ αιτίας αυτού του παρόντος + ( με αντιστάθμισμα) την νηφάλια οργή για αυτό το παρόν + την αποφασιστικότητα να το αλλάξουμε + την συνεργασία μεταξύ μας + ένα ΟΡΑΜΑ για ένα ΜΕΛΛΟΝ, που θα δικαιώνει τις προσδοκίες των απογόνων μας σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο και θα αξιοποιεί τον μόχθο τους, όπως το γόνιμο έδαφος που δέχεται με αγαλλίαση το νερό της βροχής.

Τα παραπάνω δεν αποτελούν έκθεση ιδεών ούτε έκσταση ενοράσεως. Κάντε το πείραμα: πέστε τα αυτά σε έναν πολίτη μιας ανεπτυγμένης χώρας. Θα σας απαντήσει: «για νέα μου τα λες; Αυτά για μας είναι αυτονόητα. Για σας δεν είναι;» Αλήθεια, γιατί για μας δεν είναι αυτονόητα; Κατά την κοινωνιολογική μας άποψη οι βασικές αιτίες είναι δύο: 

α. τα ανεπεξέργαστα πολύμορφα μέχρι και αντιφατικά αποτυπώματα της διαχρονικής μακραίωνης ιστορικής μας διαδρομής και

β. οι ιδιαίτερες εμπειρίες της Τουρκοκρατίας.

Αν οι ρίζες των έντονων οριζόντιων διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στους «μεν» και στους «δε», σ’ «εμάς» και σ’ «αυτούς», οφείλονται στον ανυπέρβλητο και ανταγωνιστικό κατακερματισμό του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ο επίσης ανυπέρβλητος εγκάρσιος διαχωρισμός σε αγάδες και ραγιάδες οφείλεται στους τέσσερις αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας.

Αν τα πείτε αυτά στους μεταμοντέρνους αναθεωρητές της ιστορίας μας, θα διαρρήξουν τα ιμάτιά τους αλλά η απάντηση που θα σας δώσουν θα είναι η πλέον αόριστη: πρόκειται για «προνεωτερικά υπολείμματα» και το μόνο φάρμακο που προτείνουν είναι: «περισσότερη νεωτερικότητα». Ούτε υποψιάζονται ούτε θέλουν να παραδεχθούν, ότι οι αιτίες αυτής της παθογένειας μπορούν να καταπολεμηθούν μόνο με την συλλογική και ατομική αυτογνωσία. Όμως η ανάγκη της αυτογνωσίας αποτελούσε και αποτελεί το απόλυτο ταμπού τόσο για το εκπαιδευτικό μας σύστημα όσο και για το πολιτικό μας σύστημα, διότι οι μεν πολιτικοί μας επωφελούνται να βλέπουν την εξουσία ως προσωποπαγές προνόμιο και να αναπαράγουν τα πρότυπα του πασαλικίου, ενώ εμείς ανεχόμαστε να μας θεωρούν χαϊβάνια και βολευόμαστε με τα ρουσφέτια. Γι΄αυτό το ξερίζωμα αυτού του μολυσματικού συστήματος πρέπει να ξεκινήσει από τα σωθικά μας. Μόνο εκ των κάτω μπορεί να ξεκινήσει η αναγέννηση του Ελληνισμού.

4.          Τί θα ψηφίσουμε;  

Το σύστημα της απλής αναλογικής για τις επόμενες εκλογές αποτελεί μία χρυσή ευκαιρία για ένα νέο Ξεκίνημα. Η αποχή με απλή αναλογική στερείται στρατηγικής λογικής. Είναι μία έκτακτη ευκαιρία να βοηθήσουμε, να βλαστήσουν νέες πολιτικές δυνάμεις, προκειμένου μέσα στα επόμενα 10 χρόνια να αντικαταστήσουν τα 3 μεγαλύτερα κόμματα, του αρχηγισμού, της χρεοκοπίας, της υποτέλειας και της λογοδοσίας στα ξένα κέντρα αποφάσεων.

Είναι γεγονός, ότι τα μεγαλύτερα κόμματα έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι γνωστά και προβάλλουν το επιχείρημα, ότι αποτελούν «εγγύηση». Όμως είναι αυτά που έχουν προξενήσει τις μεγαλύτερες καταστροφές στον Ελληνισμό, διότι έχουν μάθει να πουλάνε κομμάτι-κομμάτι την Ελλάδα, ως χώρα και ως λαό, προκειμένου να ζουν αυτοί καλά και να εξασφαλίζουν την υποστήριξη του Ξένου παράγοντα. Τα ΜΜΕ και οι Μυστικές υπηρεσίες ελέγχονται πρώτα από τον Ξένο παράγοντα και μετά από τα κόμματα εξουσίας.

Από την άλλη, η αδυναμία ορισμένων μικρών κομμάτων (εννοείται, ότι μιλάμε για αυτά που είναι δημοκρατικά) είναι ότι δεν έχουν αντοχή στον χρόνο, δίνοντας την εντύπωση, ότι είναι ευκαιριακά, ενώ όλα σχεδόν είναι εξίσου αρχηγικά, όπως και τα κόμματα εξουσίας.

Αυτό τον καιρό έχουν εμφανισθεί αρκετές πολιτικές πρωτοβουλίες από αξιόπιστα πρόσωπα και με προτάσεις τις οποίες θα υπέγραφε ο κάθε Έλληνας που είναι πατριώτης, δημοκράτης και κοινωνικά ευαίσθητος. Ασφαλώς και θα τις στηρίξουμε, να ριζώσουν στην ελληνική κοινωνία. Όμως ο λαός μας αντιδρά με δυσπιστία, όταν ακούει επικλήσεις στην πατρίδα, το δίκαιο και την αλληλεγγύη, διότι πολλές φορές έχει προδοθεί. Εξάλλου δεν μπορείς να πείσεις, όταν τρέχεις την τελευταία στιγμή με την γλώσσα έξω να προλάβεις τις εκλογές. Τελικά φθείρονται οι μεγάλες ιδέες, όταν ο λαός, έστω και αδικαιολόγητα λόγω της δυσπιστίας του, μένει με την εντύπωση, ότι όποιος επικαλείται τις μεγάλες ιδέες, θέλει να τις εκμεταλλευθεί και όχι να τις υπηρετήσει.

Τελικά κινούμαστε μέσα σε ένα φαύλο κύκλο; Πράγματι έτσι είναι αλλά υπάρχει λύση. Ασφαλώς και θα ενισχύσουμε αυτές τις μικρές προσπάθειες. Η αρχή πρέπει να γίνει. Όμως παράλληλα θα πρέπει να αναπτύξουμε μία μακροπρόθεσμη στρατηγική και αυτή είναι ο διαχωρισμός της πολιτικής δράσεως από την διαμόρφωση της πολιτικής συνειδήσεως του λαού μας. Άρα χρειάζεται μία στρατηγική των δύο αυτοτελών επιπέδων:

α. Πρέπει να προηγείται το οριζόντιο επίπεδο, δηλ. μία πορεία προς τον λαό για την ενημέρωση και την εμψύχωσή του αλλά αυτό θα πρέπει να γίνεται:

α.α. και στους 12 μήνες του χρόνου συνεχώς και ανεξάρτητα από το χρόνο των εκλογών και

β.β.  από επιστήμονες, οι οποίοι θα έχουν προηγουμένως ορκισθεί, ότι δεν βλέπουν στα όνειρά τους τα έδρανα της Βουλής και ότι αποφεύγουν να περνούν ακόμη και από την πλατεία Συντάγματος. Αυτή η δράση θα αποτελεί στην πραγματικότητα την συνέχεια του έργου της Φιλικής Εταιρείας αλλά χωρίς μυστικότητα και χωρίς αρχηγό.

Αν δεν σπαρθούν οι μεγάλες ιδέες στην συνείδηση του λαού και δεν γίνουν κτήμα του, τα μικρά πολιτικά ελπιδοφόρα βλαστάρια δεν θα μπορέσουν να γίνουν δένδρα και δάσος.

β. μετά έρχεται το κάθετο επίπεδο με τους μαχητές του πολιτικού αγώνα. Αυτοί θα δοκιμάζονται για τις ικανότητές τους, την συνέχεια και την συνέπεια τους. Καλό θα είναι να αποκτούν πείρα στην Τοπική αυτοδιοίκηση.

Βεβαίως θα πρέπει να υπάρχει ιδεολογική σύγκλιση και συνεργασία ανάμεσα σε αυτά τα δύο επίπεδα αλλά με απόλυτη οργανωτική αυτοτέλεια.

Ο Αδαμάντιος Κοραής έλεγε, ότι οι Έλληνες δεν είναι ώριμοι να αναλάβουν οι ίδιοι τις ευθύνες της αυτοδιοικήσεως τους και ότι θα χρειασθεί μία 50ετία παιδευτικής προετοιμασίας. Το σύνολο των 200 χρόνων της ελλαδικής ιστορίας  αποδεικνύει την ορθότητα της διαγνώσεώς του. Επειδή όμως σήμερα δεν μπορούμε να αναστείλουμε την λειτουργία του ελλαδικού κράτους προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες «επισκευές», αφού θα έχουμε εκπαιδεύσει τον λαό μας, για να αποκτήσει την κατάλληλη πολιτική παιδεία, θα πρέπει παράλληλα με την συμμετοχή στις εκλογές, να αρχίσει μέσα στις τοπικές κοινωνίες αυτή η διαφωτιστική εκστρατεία για την άνοδο της «κατά κεφαλήν καλλιέργειας» του λαού μας, για να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον εξαιρετικό όρο του Χρήστου Γιανναρά. Αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί να γίνει ούτε από το κράτος ούτε από τα κόμματα. Έχουμε τα πρότυπα του Πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, του Ρήγα Φεραίου και της Φιλικής Εταιρείας.

Ο Ηλίας Φιλιππίδης είναι συγγραφέας και έχει διατελέσει πανεπιστημιακός κοινωνιολογίας και νομικός.

 

 

 

 

 

 

 

Διαβάστε Περισσότερα »

Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

Τα τέσσερα κράτη του Ελληνισμού.

 



Απολογισμός υποστάσεως και ποιοτικής καταστάσεως.

Του Ηλία Φιλιππίδη

Ο Γιώργος Κοντογιώργης ανήμερα της Εθνικής επετείου ανήρτησε στο F/b ένα πολύ σημαντικό μήνυμά του:

ΕΠΑΝΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Ένα έθνος, τρία κράτη, εκ των οποίων το ένα είναι ο Ελληνισμός της Διασποράς.

Με υψηλή αίσθηση εθνικής υπερηφανείας προσυπογράφουμε αλλά επιπροσθέτως διευρύνουμε τα όρια του ενεστώτος Ελληνισμού, ενώ προσθέτουμε και ορισμένες παρατηρήσεις:

Α. Ο Γ. Κοντογιώργης με την γνωστή πολιτική του σοφία, θέτει θέμα επανεθνικοποιήσεως του κράτους. Δεν πρόκειται βέβαια για κάποια επανακρατικοποίηση κάποιας δημόσιας επιχειρήσεως κοινής ωφελείας, η οποία είχε ιδιωτικοποιηθεί αλλά για την ίδια την εθνική μας υπόσταση ως συγχρόνου κράτους. Ο Γ. Κοντογιώργης ως εθνικό κράτος εννοεί το ανεξάρτητο κράτος. Όμως πότε το Ελλαδικό κράτος λειτούργησε ως ανεξάρτητο κράτος; Αυτό το θαύμα συνέβη μόνο σε δύο περιόδους:

Αα. Με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος πράγματι, τόσο ως πατριώτης όσο και ως φιλολαϊκός, ήθελε ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, αλλά αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο δολοφονήθηκε. Η Αγγλία ήταν εκείνη, η οποία προσυπέγραψε την ίδρυση ενός ανεξάρτητου ελλαδικού κράτους, με την έννοια της ανεξαρτησίας από τους Τούρκους και της διεθνούς αναγνωρίσεως και θεσμικής αυτονομίας αλλά υπό την γεωπολιτική και πολιτική κηδεμονία των Τριών Προστάτιδων Δυνάμεων. Στην ουσία η ελευθέρα Ελλάς θα λειτουργούσε ως βρετανικό προτεκτοράτο.

Αβ. Με τον Ελευθέριο Βενιζέλο αλλά μόνο στην περίοδο των Βαλκανικών πολέμων 1912-13, όταν η Ελλάδα διπλασιάσθηκε. Όμως η περίοδος αυτή συμπίπτει με τις προπαρασκευαστικές εντάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετά τον Πόλεμο η Βρετανία εγκατέλειψε την Ελλάδα με αποτέλεσμα την Μικρασιατική καταστροφή. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου διευκόλυνε την στροφή της βρετανικής πολιτικής, αλλά ο κύριος λόγος ήταν, ότι η Βρετανία είχε αποσπάσει από την Τουρκία τα πετρέλαια της Μοσούλης και προσέφερε στον Κεμάλ ως αποζημίωση την γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικρασίας.

Το πρόβλημα με εμάς είναι, ότι αυτός ο δαιμόνιος λαός των Ελλήνων διατηρεί στο υπόγειο της ιστορικής του παρουσίας μία ευρύχωρη αποθήκη χρησίμων ηλιθίων. Η ύπαρξή της οφείλεται στην συνειδησιακή διπολική διαταραχή που μας διακατέχει, ανάμεσα από την μια στον πατριωτισμό και τον ηρωϊσμό και από την άλλη τον ατομισμό και τον εγωκεντρισμό, οι οποίοι εύκολα διολισθαίνουν στην ιδιοτέλεια και το τυφλό μίσος για τον αντίπαλο, ακόμη και την προδοσία.

Σε τί γεωπολιτική κατάσταση βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα; Το 1922 η ιστορία του Ελληνισμού και η εξέλιξη του Ελλαδικού κράτους έσπασαν σε δύο κομμάτια. Η Μικρασιατική καταστροφή είχε ως αποτέλεσμα μία διπλή απώλεια για την Ελλάδα. Δεν ξεκληρίσθηκε μόνο ο Ανατολικός Ελληνισμός από τις αρχαίες εστίες του αλλά επιπλέον η Ελλάδα έχασε ίσως οριστικά την θέση του στρατηγικού ηγεμόνα στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή που κατείχε στην περίοδο 1910-1920.

Ο ολέθριος φιλομοναρχισμός του Βενιζέλου και η ανάδυση μιάς α-εθνικής, ακόμη και με αντεθνικές τάσεις, αριστεράς, η πλήρης αποκατάσταση της βρετανικής εξαρτήσεως των Ανακτόρων με τον Γεώργιο Β’, τέλος η νέα εθνική συμφορά του Έμφύλιου παγίωσαν με μόνιμο πλέον τρόπο και στην χειρότερη μορφή του το καθεστώς του ελλαδικού προτεκτοράτου. Η υποτέλειά μας έχει πλέον ολοκληρωθεί και «εκσυγχρονισθεί» με την μετατροπή της Ελλάδας σε ευρω-ατλαντικό οικόπεδο, με συνδυασμό αποικίας χρέους και γεωπολιτικού και στρατιωτικού «μεντεσέ» των ΗΠΑ.

Αυτή η ιστορική ανασκόπηση δυστυχώς δεν δικαιολογεί τον όρο «Επανεθνικοποίηση» του κράτους που χρησιμοποίησε ο Γ. Κοντογιώργης. Χρειάζεται απλώς εθνικοποίηση του κράτους μας.

Β. Τι μπορεί να σημαίνει εθνικοποίηση του κράτους;  Ο Γ. Κοντογιώργης μας έχει προσφέρει αρκετό υλικό, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις θέσεις που υποστηρίζει. Ως εθνικό ελληνικό κράτος λοιπόν εννοεί δύο πράγματα:

Βα. Εθνική ανεξαρτησία.

Η έννοια της ελευθερίας αποτελεί βεβαίως το θεμέλιο της ανεξαρτησίας αλλά αρκείται στην ύπαρξη ενός καθεστώτος το οποίο σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και όλοι οι πολίτες .έχουν το δικαίωμα να αισθάνονται ότι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο. Επιπλέον σε συλλογικό επίπεδο μπορούν να αισθάνονται, ότι έχουν το δικαίωμα να ορίζουν τα θέματα που τους αφορούν ως κοινότητα βίου, όπως τα θέματα αυτοδιοικήσεως.

Μπορούμε να ανατρέξουμε σε δύο ιστορικές εμπειρίες του Ελληνισμού. Μία τέτοια κατάσταση βίωναν οι Έλληνες την εποχή της Ρωμαιοκρατίας. Στις καλύτερες περιόδους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι ελληνικές πόλεις απολάμβαναν καθεστώς αυτονομίας και φαίνεται ότι πολλές από αυτές ήταν ευχαριστημένες με αυτά τα περιθώρια. Από κοινωνιολογικής απόψεως λοιπόν η έννοια της ανεξαρτησίας έχει σχέση με τον όγκο ελευθερίας και αυτονομίας που ορίζει μία κοινότητα ανθρώπων ως απαραίτητο για την ύπαρξή της. 

Η αυτάρκεια της περιορισμένης ανεξαρτησίας των Ελλήνων της Ρωμαιοκρατίας εξηγείται και με ορισμένους επιπλέον παράγοντες, όπως:

Β.α.α. μέσα στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας επιβεβαιωνόταν η ύπαρξη της πόλεως-κοινότητας και δεν απειλείτο από γειτονικές πόλεις. Αυτό το καθεστώς της άνωθεν ασφάλειας είχε ήδη καθιερωθεί από τον Μεγάλο Αλέξανδρο και μάλιστα είχε βελτιωθεί την εποχή των Ρωμαίων, διότι είχαν εκλείψει οι περιφερειακές συγκρούσεις των Επιγόνων. Βέβαια δεν ήταν δυνατόν, να στεγανοποιηθεί πλήρως η ανεξαρτησία της αυτοδιοικήσεως της πόλεως από την Ρωμαϊκή κυριαρχία. Η φορολογία των πόλεων ήταν ένας ασταθής παράγοντας, όπως και η στάση των Ρωμαίων τοπαρχών απέναντι στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις των πόλεων.

Β.α.β. ένας πολύ σημαντικός παράγοντας ήταν η εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων, η οποία τότε είχε επικεντρωθεί στην γενική αίσθηση της ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού. Η ελληνική γλώσσα και η ελληνική παιδεία όχι μόνο δεν κινδύνευαν αλλά είχαν επιβληθεί και στους Ρωμαίους. Από την Κάτω Ιταλία, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Κύπρο, μέχρι τον Ευφράτη κυρίαρχη γλώσσα ήταν η ελληνική και όποιος ήθελε να λέγεται όχι μόνο μορφωμένος αλλά απλώς εγγράμματος, έπρεπε να ξέρει ελληνικά και να έχει βασικές γνώσεις ελληνικής παιδείας. Όμως  αυτή η πολιτισμική ανωτερότητα των Ελλήνων είχε και ένα τίμημα: ο θαυμασμός των Ρωμαίων για τα ελληνικά έργα τέχνης υποχρέωνε πολλές ελληνικές πόλεις να παρακολουθούν σιωπηλές την «αποχώρηση» των καλυτέρων καλλιτεχνικών κοσμημάτων τους, είτε ως δώρο προς κάποιον Ρωμαίο αυτοκράτορα για τον σεβασμό του προς την αυτονομία της πόλεως είτε για να στολίσουν την βίλλα του Ρωμαίου έπαρχου.

Πάντως παρέμενε μέσα στην συνείδηση των Ελλήνων η ιστορική μνήμη του ενδόξου παρελθόντος και η εθνική υπερηφάνεια τους ενοχλείτο από το υποτιμητικό ερώτημα: πώς είναι δυνατόν ο ανώτερος πολιτισμός των Ελλήνων και μάλιστα μετά την απογείωση της δυνάμεώς του με τον Μεγάλο Αλέξανδρο και τους Επιγόνους να υποταχθεί από έναν λαό κατώτερου  πολιτισμού;

Από κοινωνιολογικής και ψυχολογικής απόψεως δεν θεωρούμε ως άσχετο με την  εσωτερίκευση αυτού του ενοχλητικού ερωτήματος το φαινόμενο της τάσεως προς αυτοκτονίαν στους κύκλους των μορφωμένων Ελλήνων, ακόμη και νέων.

Β.α.γ. το θέμα και η δυνατότητα ιστορικών  παραλληλισμών μας δίνουν την ευκαιρία να συγκρίνουμε τις διαθέσεις των Ελλήνων απέναντι στην ρωμαϊκή κυριαρχία με εκείνες απέναντι στην οθωμανική. Με τους Ρωμαίους δεν υπήρχε διαφορά στην θρησκεία, ενώ οι κατακτητές ήταν αυτοί που θαύμαζαν τον πολιτισμό των κατακτημένων Ελλήνων, όπως ομολόγησε με τον πλέον επιγραμματικό τρόπο ο Ρωμαίος ποιητής Οράτιος (Graecia capta..). Αντιθέτως με τους Τούρκους η συνύπαρξη ήταν αδύνατη λόγω της μεγάλης διαφοράς της θρησκείας και του πολιτισμού τους, ο οποίος στηριζόταν στον αυταρχισμό, το γιαταγάνι και την περιφρόνηση προς τους κατακτημένους «γκιαούρηδες». Ό,τι πέτυχαν οι Έλληνες επί Τουρκοκρατίας, το πέτυχαν με το δικό τους πείσμα, την συνεργασία και την φυγή στο εξωτερικό και όχι με την αξιοποίηση κάποιων αναπτυξιακών προγραμμάτων και τις επιδοτήσεις του Σουλτάνου!

Ας έλθουμε όμως στο σήμερα. Μπορούμε να πούμε, ότι η ολοκληρωτική ένταξη της Ελλάδας στο Ευρω-ατλαντικό σύστημα γεωστρατηγικής και οικονομικής δυνάμεως κατοχυρώνει την ιστορική υπόσταση, τον πολιτισμό και την ευημερία της Ελλάδας καλύτερα από την Ρωμαιοκρατία και την Τουρκοκρατία; Η πραγματικότητα δίνει την απάντηση: Δυστυχώς όχι! Ουδέποτε το μέλλον του Ελληνισμού ήταν τόσο αβέβαιο, όσο είναι σήμερα. Ο συνδυασμός γεωστρατηγικού προτεκτοράτου και αποικίας χρέους, η απόλυτη εξάρτηση της Ελλάδας από τις επενδυτικές και επιδρομικές διαθέσεις του διεθνούς κεφαλαίου, το ξεπούλημα όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας στο όνομα της ιδιωτικοποιήσεως, ακόμη και η απο-εθνικοποίηση της ιδιοκτησίας μετατρέπουν την χώρα μας από Υποκείμενο ιστορικής και κρατικής υποστάσεως σε αντικείμενο εκμεταλλεύσεως και αναδασμού.

Β.β. Δημοκρατία.

Κάθε νοήμων Έλλην, του οποίου ο εγκέφαλος δεν έχει προσβληθεί από τον ιόν του κομματισμού, θα συμφωνήσει σε τρία πράγματα:

α. στην εποχή μας είναι δυνατόν να έχουμε εκλογές, ακόμη και ανόθευτες, χωρίς να έχουμε δημοκρατία.

β. στην Ελλάδα δεν έχουμε δημοκρατία αλλά ένα τριτοκοσμικό σύνθετο πολιτικό σύστημα, το οποίο συνδυάζει την κομματοκρατία με την κοινοβουλευτική μοναρχία και οικογενειοκρατία. Το πολιτικό μας σύστημα λειτουργεί ως μία πυραμίδα, με ορατή θεσμική κεφαλή ένα μόνο πρόσωπο: τον πρωθυπουργό. Σε αυτό το σύστημα ακυρώνεται η συνταγματική αρχή της διακρίσεως των εξουσιών. Ο Πρωθυπουργός ελέγχει απόλυτα όλες τις θεσμικές δομές του πολιτεύματος: την νομοθετική, την δικαστική και την εκτελεστική εξουσία καθώς και το πρόσωπο του/της Προέδρου της Δημοκρατίας και

γ. ο κρατικός μηχανισμός δεν λειτουργεί με πνεύμα πρωτοβουλίας, ορθολογισμού και παραγωγικότητας αλλά της ευνοιοκρατίας ως προέκταση της πρωθυπουργικής πυραμίδας εξουσίας καθώς και του ευρύτερου κομματισμού.

Τελικά, γιατί δεν έχουμε δημοκρατία; Επειδή συμβαίνουν όλα αυτά τα παραπάνω; Βεβαίως όταν αυτά αποκτούν μόνιμο χαρακτήρα και όταν εθιζόμαστε σε αυτά, δεν μπορεί να ανατείλει η δημοκρατία. Η κοινωνιολογική ανάλυση όμως του προβλήματος απαιτεί τον διαχωρισμό της πολιτικής μας παθολογίας σε συμπτωματολογικές και γενεσιουργές αιτίες.

Όλα τα παραπάνω φαινόμενα αποτελούν συμπτώματα μιάς καταλυτικής γενεσιουργού αιτίας και αυτή είναι η εξάρτηση, η οποία ενσωματώνεται στο πολιτικό μας σύστημα ως υποτέλεια. Το πολιτικό μας προσωπικό φθάνει μέχρι το σημείο να χαρακτηρίζει το πολιτικό μας σύστημα μόνο ως πελατειακό. Έτσι διευκολύνεται να επιρρίπτει την ευθύνη στον λαό, έστω να την μοιράζεται μαζί του, με την έννοια ότι ο υπανάπτυκτος λαός είναι αυτός, ο οποίος πιέζει τους πολιτικούς να κάνουν διορισμούς, ρουσφέτια και να καλύπτουν παρανομίες. Έτσι οι πολιτικοί μας δεν έχουν τον χρόνο να ασχοληθούν με τα σοβαρά προβλήματα της χώρας. Αυτό όμως που δεν πρόκειται ποτέ να ακούσετε από στόμα πολιτικού είναι ότι το κράτος μας είναι και, ή μάλλον πρωτίστως, μεταπρατικό. Αυτό σημαίνει, ότι οι πολιτικοί μας πωλούν κομμάτι-κομμάτι την Ελλάδα, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εξουσία. Οι πολιτικοί μας κουνούν το δάκτυλο στον λαό να προτάσσει το Γενικό καλό και να μην σκέπτεται μόνο το ατομικό συμφέρον. Όμως ο κανόνας της προτάξεως του Γενικού καλού ισχύει μόνον για τον λαό. Για τους πολιτικούς μας η εξουσία είναι αυτοσκοπός.

Γ. Το τέταρτο ελληνικό κράτος είναι η Εμπορική ναυτιλία.

Η πραγματικότητα βοά, ότι οι σύγχρονοι πυλώνες του Ελληνισμού είναι τέσσερις: Τα δύο κράτη, Ελλάδα και Κύπρος, η Ομογένεια και η ΕΛΕΝ, η Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία. Πέρα από την ιδιοσυστασία τους, χαρακτηρίζουμε αυτούς τους πυλώνες ως «κράτος» με την αρχαία ελληνική έννοια της βουλησιακής αυτοδυνάμου δυνάμεως. Έτσι θεωρήσαμε ως αυτονόητη αλήθεια να προσθέσουμε και την ΕΛΕΝ στην εικόνα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Παράλληλα θεωρούμε ως υποχρέωσή μας να αξιολογήσουμε ποιοτικά αυτούς τους πυλώνες και να τους συγκρίνουμε μεταξύ τους. Σχηματίζουν δύο ζεύγη: το πρώτο έχει ως κοινό σημείο την κρατική υπόσταση και το άλλο την θεσμική και λειτουργική αυτοτέλεια  από τα δύο κράτη. Αυτή η αυτοτέλεια αποτελεί τον βασικό λόγο για τον οποίο οι πυλώνες της Ομογένειας και της ΕΛΕΝ ευδοκιμούν στο εξωτερικό, ενώ τα δύο κράτη αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.

Δ. Επίλογος.

 Δυστυχώς το Ελλαδικό κράτος αντί να είναι η κορυφαία δημιουργία του Ελληνισμού, αποδείχθηκε ότι είναι η μαύρη τρύπα του Ελληνισμού. Ως γνωστόν οι μαύρες τρύπες είναι παμφάγες. Ετσι το Ελλαδικό κράτος τρέφεται ακόμη και από τις σάρκες του Ελληνισμού. Αυτή είναι η πιο περιληπτική ερμηνεία της Μικρασιατικής καταστροφής και της Κυπριακής τραγωδίας. Η αιτία βρίσκεται στο ότι το λειτουργικό πρόγραμμα (Software) του πολιτικού μας συστήματος είναι ρυθμισμένο να λειτουργεί κανιβαλικά. Πρέπει να κατανοήσουμε και να διαφωτίσουμε και τους νέους μας, ότι δεν είναι η Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της, αλλά αυτό το πολιτικό σύστημα, που έχει κληρονομήσει την τυραννική ταυτότητα και απληστία των Οθωμανών και των κοτζαμπάσηδων, που διαχωρίζει την κοινωνία από την εξουσία, που μονοπωλεί το κράτος και το διαχειρίζεται ως τσιφλίκι του και λάφυρο κατακτήσεως.  Μόνο εάν ο λαός μας συνειδητοποιήσει το πρόβλημα, μπορεί να αλλάξει η Ελλάδα και μόνο εκ των κάτω.

Ο Ηλίας Φιλιππίδης είναι συγγραφέας. Έχει διατελέσει πανεπιστημιακός κοινωνιολογίας και νομικός.  

 

 

 

 

Διαβάστε Περισσότερα »

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Τι(ς) πταίει;

 



Ευθύνη, καθήκοντα, υπαιτιότητα.

Ετεροχρονισμένη σύγκρουση Κοντογιώργη – Γιανναρά σε παράλληλες  γραμμές;

του Ηλία Φιλιππίδη

1.    Η οργανική ανεπάρκεια του ελλαδικού κράτους.

Εάν υπάρχει ένα διαχρονικό και απαξιωτικό μέχρι απελπισίας χαρακτηριστικό του ελλαδικού κράτους, αυτό είναι η λειτουργική του ανεπάρκεια. Όμως η λειτουργική ανεπάρκεια είναι το αποτέλεσμα, η αιτία είναι η οργανική ανεπάρκεια. Χαρακτηρίζεται ως αποτυχημένο κράτος (failed state). Οπότε το ερώτημα «Τις και τί πταίει» αποκτά μόνιμο χαρακτήρα και αιωρείται ως δαμόκλειος σπάθη υπεράνω των κεφαλών ημών. Η ανεπάρκεια είναι μόνιμη, οι αφορμές, οι οποίες μας υποχρεώνουν να θέτουμε κάθε τόσο αυτό το ερώτημα, ποικίλουν. Η ευχή όλων «Ποτέ ξανά!» αφορά δυστυχώς μόνο τις συγκεκριμένες αφορμές και δεν είναι ικανή να εξορκίσει το ερώτημα. Τελικά αυτό που ευχόμαστε, είναι να μην κλάψουμε πάλι για την ίδια αιτία. Η ελλαδική ανεπάρκεια είναι σαν την Λερναία Ύδρα, έχει πολλά κεφάλια αλλά και όποιο και να κόψουμε, φυτρώνει πάλι. Την τέχνη του καυστηριασμού δεν την έχουμε βρεί ακόμη, όσο για τον Ηρακλή, μόνο στην μυθολογία θα τον βρούμε.

Ο Χαρίλαος Τρικούπης είναι ο πρώτος, ο οποίος έδωσε στο ερώτημα ιστορική διάσταση. Το περίφημο άρθρο του «Τις πταίει;» δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καιροί» στις 29 Ιουνίου 1874. Επρόκειτο για μία κοινοβουλευτική επανάσταση, όπου ο Τρικούπης στηλιτεύει την συνέχιση της πολιτικής πρακτικής της ελέω Θεού μοναρχίας του Όθωνα, η οποία συνίστατο στο δικαίωμα του Ανώτατου άρχοντα να επιλέγει ως πρωθυπουργό «του» όποιον ήθελε, ακόμη και τον κηπουρό του. Παρά την αλλαγή του πολιτεύματος το 1864 σε συνταγματική μοναρχία, ο Γεώργιος Α’ δεν έδειχνε διάθεση να σεβασθεί το αποτέλεσμα των εκλογών. Το αποτέλεσμα ήταν η πολιτική αστάθεια και η διαφθορά. Ο Τρικούπης εμμέσως επιρρίπτει την ευθύνη στον Άνακτα θέτοντας την ερώτηση: «Αηδιάζοντες και αγανακτούντες και βλέποντες την γενικήν κατάπτωσιν των πολιτευομένων ερωτώμεν αυτούς, μη τυχόν αληθώς πταίει το Έθνος; Ο ίδιος δίνει την απάντηση, ότι «αλλού έγκειται το κακόν και εκεί πρέπει να ζητηθεί η θεραπεία». Το «κακόν» έγκειται στην προτίμηση του Γεωργίου Α’ σε κυβερνήσεις μειοψηφίας και σε πρωθυπουργούς της αρεσκείας του. Οι πρωθυπουργοί είναι«.. υπηρέται μιάς και της αυτής θελήσεως ενεργούσης, οτέ μεν δια τούτου, οτέ δε δι’ εκείνου. Ουδεμίαν ηθικήν ευθύνην φέρει το Έθνος επί τη διαγωγή των προσώπων τούτων ».

Ο Τρικούπης, έχοντας υπέρ αυτού την κοινωνική διαθεσιμότητα, απείλησε ευθέως τον Άνακτα με επανάσταση. Ο Γεώργιος υποχώρησε, δέχθηκε τον όρο του Τρικούπη, να δίδεται η εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον αρχηγό του πλειοψηφήσαντος κόμματος και τον κάλεσε να αναλάβει την πρωθυπουργία. Ετσι καθιερώθηκε η λεγόμενη αρχή της Δεδηλωμένης (εννοείται, βουλήσεως του λαού και της Βουλής). Ο λαός τίμησε τον Τρικούπη για την πρωτοβουλία και την εντιμότητά του συν το έργο του και τον ανέδειξε 7 φορές πρωθυπουργό.  

Σήμερα η «Δεδηλωμένη» ως αρχή του κοινοβουλευτισμού, έχει ενσωματωθεί στο σύστημα και η σύνδεσή της με την βούληση του λαού είναι από σχετική μέχρι ανύπαρκτη. Όμως η Δεδηλωμένη δεν είναι απλώς μία διαδικασία καταμετρήσεως ψήφων, είναι η ουσία της δημοκρατίας, η πιστοποίηση της υπάρξεώς της, διότι το Υποκείμενο της Δεδηλωμένης είναι η βούληση του λαού.

Από κοινωνιολογικής απόψεως η Δεδηλωμένη δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της βουλήσεως του λαού, είναι και η αιτία της υπάρξεως του. Δημοκρατία υπάρχει, όταν ο λαός υποστασιοποιείται  ως πολιτικό σώμα και αυτό γίνεται, μόνο όταν εκφράζεται. Όταν στην πατρίδα μας δεν έχουμε δημοκρατία, εμφανέστατα από το 2010 και μετά, αναζητούμε εναγωνίως την αναπνοή της Δεδηλωμένης όχι πλέον στο Κοινοβούλιο αλλά στην κοινωνική διαθεσιμότητα.

Φαίνεται, ότι αυτή την φορά ο λαός μας είναι αποφασισμένος να μην ξεχάσει. Πιστεύουμε, ότι η 1η Μαρτίου θα μείνει βαθειά χαραγμένη στην μνήμη και στην συνείδησή του, όχι απλώς με την έννοια του «Ποτέ πια!», ένα σύνθημα, που το παμπόνηρο πολιτικό σύστημα μπορεί να το περιορίσει στην ασφάλεια των μεταφορών, αλλά με την έννοια του «Εμείς ο λαός!». Αυτό θα εξαρτηθεί, από το αν θα μείνουν στην μνήμη μας εξ ίσου έντονα, οι μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις της 8ης Μαρτίου σε όλη την Ελλάδα, με μπροστάρη την νεολαία μας.

2.    Αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις.

Ο μαθητής του Σωκράτη, ο κυνικός φιλόσοφος Αντισθένης έχει ανακαλύψει έναν από τους σημαντικότερους νόμους του νοητικού σύμπαντος και τον διατύπωσε ως κανόνα και ως προτροπή προς κάθε επιστήμονα και σκεπτόμενο άνθρωπο. Πρόκειται για ένα κανόνα ατομικής και κοινωνικής πνευματικής ευταξίας, είναι η πύλη της επικοινωνίας μας με την πραγματικότητα. Λέγει, ότι η αρχή της νοήσεως και επομένως κατανοήσεως των πάντων, η αφετηρία της επιστήμης και του στοχασμού είναι ο προσδιορισμός, η  διασαφήνιση, η διάκριση και η απελευθέρωση από κάθε σκοπιμότητα των λέξεων-εννοιών που χρησιμοποιούμε. Από κοινωνιολογικής απόψεως θεωρώ, ότι η ρίζα της αποτυχίας μας βρίσκεται στην ανικανότητά μας να επικοινωνούμε μεταξύ μας καθώς και με την πραγματικότητα μέσω ξεκάθαρων εννοιών. Αυτό συνέβη και με το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Πέρα από την ρητορική των κομμάτων και την επικοινωνιακή προπαγάνδα της Κυβερνήσεως, ξέσπασε και μία αντιπαράθεση επιστημονικού, ιστορικού και ιδεολογικού χαρακτήρα ανάμεσα σε δύο επώνυμους, έγκυρους και αυστηρούς αναλυτές της ελλαδικής πραγματικότητας: τον Γιώργο Κοντογιώργη και τον Χρήστο Γιανναρά, οι οποίοι καταδύονται βαθύτερα στα αίτια της ελλαδικής κακοδαιμονίας.

Ο Γ. Κοντογιώργης δεν αναφέρεται ευθέως στον Χρ. Γιανναρά αλλά σε άρθρο του (Ιστολόγιο, HuffPost, 2-3-23. Δρόμος της αριστεράς, 3-3-23) με τίτλο «Βρέθηκε τελικά ο ένοχος της τραγωδίας των Τεμπών, ο σταθμάρχης!» επιτίθεται γενικώς κατά της εφημερίδας «κυριακάτικη Καθημερινή» και την κατηγορεί, ότι «Πριν από λίγες ημέρες είχε αποφανθεί, ότι μία άλλη πλευρά της ελληνικής κακοδαιμονίας είναι η ελληνική κοινωνία».

Συγκεκριμένα κατηγορεί την εφημερίδα, ότι:

α. «παρασύρει την πολιτική ηγεσία στον όλεθρο εμποδίζοντάς την να εγγράψει στον σκοπό του κράτους το συμφέρον της χώρας».

β. εμφανίζει τον Χαρίλαο Τρικούπη ως κατήγορο του λαού να λέει: «για να πάει μπροστά η Ελλάδα, πρέπει ο πολιτικός να ελευθερωθεί από τον πολίτη».

γ. αποδίδει τα δεινά της χώρας στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας αλλά και σε «ένα έκαστο από τα μέλη της.., τα οποία όταν τους ανατίθεται η τύχη της χώρας, επιδεικνύουν εγκληματική αδιαφορία» και έτσι εξηγείται και η συμπεριφορά του Σταθμάρχη.

Ο Κοντογιώργης συνοψίζει το μήνυμα της εφημερίδας ως εξής: «Σύσσωμη η πολιτική τάξη της χώρας, από καταβολής του ελλαδικού κράτους, φιλοδοξεί να αφήσει έργο πίσω της, να ανατάξει την χώρα και τον ελληνισμό.., όμως εντέλει υποκύπτει στην καταστροφική μανία που έχει καταλάβει την ελληνική κοινωνία».

Ο Κοντογιώργης καταγγέλλει συμπληρωματικά, ότι «οι πάσης φύσεως δεοντολογούντες» διδάσκουν, ότι η λύση είναι «ζήτημα παιδείας (του λαού) και ευθύνης ενός εκάστου και όχι του πολιτικού συστήματος». Άρα η λύση, κατά τους δεοντολογούντες,  μπορεί να προκύψει μόνο από τα πολιτικά κόμματα, αρκεί να προσέχουμε ποιο κόμμα και ποιους πολιτικούς ψηφίζουμε.   

Τί ακριβώς συνέβη; Γιατί ο Κοντογιώργης τα έβαλε με την «Καθημερινή»; Στην πραγματικότητα ο Κοντογιώργης  διεύρυνε τον στόχο του αλλά η αιτία ήταν το άρθρο του Γιανναρά με τίτλο «Σύνεση, ταλέντο, ανιδιοτέλεια» της Κυριακής 26-2-2023, δηλ. πριν από το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, που έγινε την νύχτα της Τρίτης, 28-2-23. Άρα το άρθρο του Γιανναρά γράφτηκε σε ανύποπτο χρόνο και είναι τουλάχιστον αντιδεοντολογικό να δίνεται η εντύπωση, ότι γράφτηκε για να καλύψει τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος και να τις επιρρίψει στον ακατάλληλο Σταθμάρχη. Το γεγονός, ότι ο Κοντογιώργης επιτίθεται γενικώς κατά της «Καθημερινής», χωρίς να αναφερθεί στο άρθρο του Γιανναρά και στον χρόνο της δημοσιεύσεώς του, αφήνει να προβάλλει η ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αυτών διανοουμένων, δείγμα και αυτό του κατακερματισμού της κοινωνίας μας όχι μόνο στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος αλλά και της διανοήσεως.

 Όμως οι δύο αυτοί κορυφαίοι διανοούμενοι έχουν δύο δυνατά κοινά σημεία, ένα θετικό και ένα αρνητικό:

α. το θετικό είναι, ότι αμφότεροι οικτίρουν την κατάσταση του ελλαδικού κράτους και θέτουν θέμα επιβιώσεως του Ελληνισμού. Μάλιστα πάγιο αίτημα και των δύο είναι η σύγκλιση μιας Συντακτικής Εθνικής Συνελεύσεως.

β. το αρνητικό είναι, ότι αμφότεροι απορρίπτουν με έμφαση, για να μη πω και επιτιμητικά, κάθε πρόταση που τους γίνεται να τεθούν επικεφαλής ενός οργανωτικού σχήματος ενεργοποιήσεως του λαού μας, για μία πολιτική, πνευματική και εθνική αναγέννηση. Για άλλη μία φορά τους εκλιπαρώ γονατιστός να με διαψεύσουν εμπράκτως!  

Ο Γιανναράς καταφέρεται κατά της ιδιοτέλειας των Ελλήνων, αρχόντων και αρχουμένων. ‘Ηταν όμως ανιδιοτελές το άρθρο του; Βέβαια δεν έχει καμμία σχέση με την τραγωδία των Τεμπών αλλά ο τρόπος που αναπτύσσει το θέμα του, αφήνει πολλά περιθώρια για κριτική, για άλλο λόγο, ότι δηλαδή ήθελε να καλύψει τα νώτα της πολιτικής εξουσίας από αρνητικές κριτικές εν όψει της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου μέχρι η χώρα να αποκτήσει (πάλι) μία σταθερή κυβέρνηση. Ισως γι’ αυτόν τον λόγο ο Κοντογιώργης δεν έκανε διάκριση μεταξύ του Γιανναρά και της εφημερίδας. 

Κατά την άποψή μας οποιαδήποτε ανάλυση της τραγωδίας των Τεμπών πρέπει να έχει ως αφετηρία την διάκριση μεταξύ ευθύνης, καθηκόντων και υπαιτιότητας. Η ευθύνη προηγείται του συμβάντος, η υπαιτιότητα έπεται και είναι ο πρώτος σταθμός στην πορεία αναζητήσεως των ευθυνών. Με αυτή την έννοια η πρώτη αιτία της τραγωδίας είναι η ανικανότητα του Σταθμάρχη. Το πόσο βαρειά μπορεί να είναι αυτή η αιτία σε σχέση με άλλες, είναι άλλο θέμα. Αλλά ο μίτος των αιτιών εκκινεί από τον Σταθμάρχη. Ο κάθε Έλληνας που θέλει να γίνει σταθμάρχης, θα πρέπει να σταθμίσει πρώτα ο ίδιος όλους τους παράγοντες και πρώτα το κατά πόσον είναι ικανός να αναλάβει αυτή την ευθύνη και όχι να προτάσσει το πλεονέκτημα της συντάξεως ή την ευκαιρία/ευκολία διορισμού του μέσω παρεμβάσεων. Μπορεί η κυβέρνηση να ήθελε να βρει ένα εξιλαστήριο θύμα, αλλά από την άλλη είναι απαράδεκτη η σκοπιμότητα της αντιπολιτεύσεως, να υποστηρίζει, ότι οι βαρύτερες θεσμικές και πολιτικές ευθύνες εξαλείφουν τις πρόσκαιρες προσωπικές. Πιστεύω, ότι αυτό θα ήταν το πνεύμα του επόμενου άρθρου του Γιανναρά, εάν του δινόταν η ευκαιρία να το γράψει, αλλά η εφημερίδα τον «απέσυρε» και την επιφυλλίδα της επόμενης Κυριακής (5-3-23) έγραψε ο γνωστός Νέστωρ της συμπαντικής, πολιτικής και κοινωνικής αρμονίας καθώς και υποστηρικτής  της ελλαδικής κανονικότητας Θεοδόσης Τάσιος.

 Ποια είναι η ελλαδική κανονικότητα; Μπορούμε να την χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες: την εξωτερική και την εσωτερική. Η εξωτερική συνίσταται στην αποκατάσταση της διεθνούς δανειοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Η εσωτερική στηρίζεται σε δύο πυλώνες: την αποδοχή της επάρκειας του ελλαδικού πολιτικού συστήματος να διαχειρίζεται τις τύχες της πατρίδας μας και αντιστοίχως της επάρκειας του ελληνικού λαού να επιλέγει τους καλύτερους πολιτικούς και τα καλύτερα κόμματα (πάντα σχετικώς), για να τον κυβερνήσουν. Εάν τώρα αυτό το ισοζύγιο δεν λειτουργεί πάντα ικανοποιητικά, αυτό οφείλεται στο έλλειμμα παιδείας του λαού μας. Όλα τα άλλα είναι θέμα συμπτωματολογίας. Οι αιτίες βρίσκονται στο απυρόβλητο.

Πιστός σε αυτόν τον άγραφο κανόνα ο Τάσιος περιορίζεται στην συμπτωματολογία των Τεμπών. Για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, αναφέρει ως παράδειγμα το «Μαζί τα φάγαμε», αφήνοντας να εννοηθεί, ότι κατ’ αναλογίαν και μαζί φταίμε. Διαπιστώνουμε τελικά, ότι με την σφραγίδα του Αθηναϊκού καθεστημένου παγιώνεται η αντίληψη, ότι ο λαός δεν δικαιούται να επικρίνει το πολιτικό σύστημα λόγω μαζικής και αδιαιρέτου συννενοχής. Έτσι εμμέσως ομολογείται κάτι πολύ σημαντικό προς κοινωνιολογικήν επεξεργασίαν, ότι δηλ. η ελλαδική πραγματικότητα χωρίζεται σε τρεις παράγοντες:  έναν αντικειμενικό και αθώο, που είναι το απρόσωπο και θεσμικό κράτος σε συνάφεια με το δημόσιο χρήμα και την πρόοδο της χώρας και το οποίο από καταβολής του ελλαδικού κράτους βρίσκεται στην θέση του βιαζόμενου και εκδιδόμενου θύματος και από την άλλη έχουμε δύο υποκειμενικούς παράγοντες, που διαθέτουν μία άπληστη μέχρι και αυτοκαταστροφική βούληση και αυτοί είναι το πολιτικό σύστημα/προσωπικό και ο λαός. Αλλά το κράτος είναι απρόσωπο και άβουλο και επομένως δεν μπορεί να κατηγορήσει τους πολιτικούς ούτε τον λαό. Άρα ουδείς ευθύνεται, εκτός εάν συμβεί κάποια «στραβή στην βάρδια».

Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας με χαρακτηριστικό τίτλο «Γόρδιοι δεσμοί διαχρονικής ανεπάρκειας» ο Αλέξης Παπαχελάς, από θέσεως ισχύος πάντα, αλλά επιδεικνύοντας μία σταθερή εξέλιξη πολιτικής, ακόμη και γεωπολιτικής χειραφετήσεως, είναι ο μόνος από αυτόν τον χώρο, που καταγγέλλει ευθέως το πολιτικό σύστημα. Χαρακτηρίζει ως πρώτη αιτία την «διαχρονική ανεπάρκεια και φαυλότητα του πολιτικού συστήματος».

Όμως πρέπει να συνεχίσουμε το ταξίδι με το τρένο της υπαιτιότητας, Μετά την ανικανότητα του Σταθμάρχη εξεταστέες είναι οι ποινικές ευθύνες των δύο άλλων σταθμαρχών που απεχώρησαν λίγο νωρίτερα με την λογική του «έλα μωρέ». Δεν έχει σημασία εάν το δυστύχημα έγινε μετά  την λήξη της βάρδιάς τους. Εάν είχαν παραμείνει, ο σταθμάρχης που έμεινε, μπορεί να μην είχε εξαντλήσει το ανεπαρκές απόθεμα της νοητικής του προσληπτικότητας και να ήταν πιο προσεκτικός. Ακολουθούν οι ευθύνες του  προϊσταμένου επιθεωρήσεως για το πρόγραμμα εργασίας και τον έλεγχό του. Μετά ευθύνεται το κομματικό κύκλωμα που προώθησε τον Σταθμάρχη σε αυτή την θέση. Μετά η Διοίκηση του ΟΣΕ και οι συνδικαλιστές, που θέσπισαν μία αδιανόητη διάκριση κριτηρίων προαγωγής: οι μετέχοντες σε διαγωνισμούς προσλήψεως σταθμαρχών πρέπει να είναι μέχρι 42 ετών, απόφοιτοι λυκείου και γνώστες αγγλικής και χρήσεως υπολογιστή. Αν όμως ο υποψήφιος είναι ήδη υπάλληλος του ΟΣΕ, διαγράφονται όλοι οι παραπάνω όροι και αρκούν μόνο οι ιατρικές εξετάσεις. Ελλαδικός δημοκρατικός δικαιωματισμός!  Το τρένο προχωράει. Ο επόμενος σταθμός είναι οι αστικές, ίσως και ποινικές ευθύνες του Υπουργού Μεταφορών και της Εταιρείας που είχε την ευθύνη για την προσωρινή έστω κάλυψη των κενών της τηλεδιοικήσεως και φωτοσημάνσεως του δικτύου. Δεν επιτρέπεται να αφήνεται στην Θεία βούληση, το αν θα συμβεί δυστύχημα. Μετά ακολουθούν οι αστικές ευθύνες της Εταιρείας για την καθυστέρηση ολοκληρώσεως του έργου. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης χαρακτήρισε τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου ως «σημαντικό έργο που κατήντησε Γιοφύρι της Άρτας». Θα ζητήσει ευθύνες; Στο τέλος έρχονται οι πολιτικές ευθύνες των κυβερνήσεων από το 2004 μέχρι σήμερα και οι αστικές, ίσως και ποινικές, ευθύνες των αντίστοιχων Υπουργών Μεταφορών. Γιατί ο Μητσοτάκης περιορίζει τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων μόνο στα ανώτερα στελέχη των Σιδηροδρόμων και εξαιρεί τους Υπουργούς;

3.   Ο κατηραμένος Όφις

Τελικά για την ορθή ερμηνεία της ελλαδικής κακοδαιμονίας ερίζουν τρείς σχολές: η σχολή της εξουσίας, η σχολή της κοινωνίας με εκπρόσωπο τον Γ. Κοντογιώργη και η σχολή της ελληνικής διαχρονικότητας με εκπρόσωπο τον Χρ. Γιανναρά.

Μετά την σύγκλιση του Υπουργικού Συμβουλίου (9-3-23) ο Πρωθυπουργός μας βρέθηκε στην ίδια θέση που είχε βρεθεί ο Πατριάρχης του ελλαδικού Εκσυγχρονισμού Κώστας Σημίτης, τον Σεπτέμβριο του 2.000, όταν υποχρεώθηκε από την βάσκανον μοίραν να δικαιολογηθεί στον ελληνικό λαό για το ναυάγιο του «Σάμινα» στις Πόρτες της Πάρου με 82 νεκρούς. Ο Σημίτης με την βεβαιότητα, ότι είναι ένας ουρανόσταλτος προφήτης με την αποστολή να οδηγήσει έναν καθυστερημένο λαό από την έρημο της υπαναπτύξεως στην Γη Επαγγελίας, το Ευρώ, όπου ρέει το γάλα και το μέλι, ετίναξε τον κονιορτόν της ευθύνης από τα ιμάτιά του και ανεφώνησεν από την κορυφήν του μεγαλείου του: «Αυτή είναι η Ελλάδα!». Εννοούσε, ότι αυτοί είμαστε οι Έλληνες και ως λαός δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε. Αν θέλουμε να κατηγορήσουμε κάποιον, αυτός είναι μόνον ο εαυτός μας.

Όμως έχουμε επιτελέσει μεγάλη πρόοδο από τότε, διότι σήμερα στα Τέμπη ο ελληνικός λαός δεν είναι πλέον κατηγορούμενος. Ο Πρωθυπουργός μας μας θεωρεί συμμάχους του και μας καλεί σε μία κοινή προσπάθεια: «Έλληνες και Ελληνίδες είμαστε μαζί σε αυτή την δοκιμασία. Πρόκειται για μία αντιπαράθεση μακράς διαρκείας (Δηλ. μία γενιά ακόμα;). Είναι ένας πόλεμος με το σκοτεινό κράτος του αναχρονισμού. Είναι το προβληματικό κράτος, το οποίο σας ζητώ να ανατρέψουμε, Τώρα ή ποτέ!». Πάρε θάρρος καϋμενε Καραγκιόζη, έρχεται ο Μεγαλέξανδρος, φώναξε και συ: Έξελθε κατηραμένε Όφα, για να μη σε έξελθε εγώ.!

Σύμφωνα λοιπόν με τους επικοινωνιολόγους της εξουσίας το κράτος δεν είναι το αθώο και εκδιδόμενο θύμα του ληστρικού πολιτικού συστήματος και του απλήστου λαού αλλά ένα τέρας, ένας Μινώταυρος που απαιτεί να τραφεί με τρυφερά κορμιά νέων ανθρώπων!

Εδώ επεμβαίνει ο Γιανναράς και μας λέγει, ότι αυτή η εικόνα είναι παραπλανητική, είναι εικονική, διότι προκαλεί μία διάθλαση. Το κράτος είναι ένα «φάντασμα» και αν το παρακάμψουμε, θα δούμε την πραγματικότητα που είναι μεν πολύμορφη αλλά στην ουσία της είναι ενιαία. Εμείς είμαστε οι διαδηλωτές, εμείς είμαστε τα ΜΑΤ που μας δέρνουν, εμείς οι πολιτικοί κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως. Όλα αυτά είναι κομμάτια του Εαυτού μας. Δηλ. ουδέν πρόβλημα; Business as usual? Δεν τελειώσαμε λέγει ο Γιανναράς, διότι είμαστε ταυτόχρονα και εχθροί του Εαυτού μας, αφού ο σκοπός μας είναι η επιβίωση του Ελληνισμού. Για να γεφυρωθεί το χάσμα που έχουμε με τον σκοπό μας, χρειαζόμαστε βασικά ενότητα και όραμα. Για το  πρακτέο ο Γιανναράς παραπέμπει στον πολύ χρήσιμο αλλά γενικό όρο του της «κατά κεφαλήν καλλιέργειας».

Ο Γ. Κοντογιώργης προτιμά να ρίξει τον προβολέα του πάνω στην πολιτική πραγματικότητα και όχι στο έλλειμμα λειτουργικού πολιτισμού. Αποκαλύπτει το βαθύ χάσμα, που χωρίζει την ελληνική κοινωνία από το πολιτικό σύστημα. Κοντογιώργης και Γιανναράς συμφωνούν όμως, ότι μας κυβερνά ένα διεφθαρμένο, αποτυχημένο και εξηρτημένο πολιτικό σύστημα, το οποίο ξεπουλά τα συμφέροντά μας. Τι πρέπει να κάνουμε;

Πόσοι είμαστε αλήθεια, όσοι σκεπτόμαστε το σύνολο και αγωνιούμε για το μέλλον της πατρίδας μας αλλά και του κόσμου, χωρίς να έχουμε ως σκοπό της ζωής μας τα έδρανα της Βουλής; Γιατί δεν μπορούμε να συναντηθούμε και να συζητήσουμε αυτά τα θέματα, αντί να παίζουμε πετροπόλεμο μεταξύ μας;          

Ο Ηλίας Φιλιππίδης είναι συγγραφέας, πανεπιστημιακός κοινωνιολογίας και νομικός.

 

 

 

 

Διαβάστε Περισσότερα »